-
1 χάσμα
A yawning chasm, gulf, χ. μέγα, of Tartarus, Hes.Th. 740;Ταρτάρου.. ἄβυσσα χ. E.Ph. 1605
;χ. γῆς Hdt. 7.30
;τὰ χ. τῆς γῆς Pl.Phd. 111e
; χθονός, πέτρας, E. Ion 281, IT 626;σεισμοὶ καὶ χάσματα Jul.Laod.
in Cat.Cod.Astr.1.134.II open, gaping mouth,χ. θηρός E.HF 363
(lyr.); as forming a helmet, Id.Rh. 209; of a yawning gulf,χάρυβδις.. ἄρμα περιβαλοῦσα χάσματι Id.Supp. 501
;Σκύλλης χάσμασιν AP11.379
(Agath.); χ. φάρυγος, of a lion, ib.6.218 (Alc.);χ. ὀδόντων Anacreont.24.4
, etc.
См. также в других словарях:
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek